Menu
ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ
Menu
Ζωγράφος | Ελλάδα
Ο Ανδρέας Σινόπουλος είναι ζωγράφος. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε Ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών – Εικαστικό Τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με δάσκαλο τον Μάκη Θεοφυλακτόπουλο. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα Χαρακτικής με τον Γιώργο Μήλιο και Ιστορία Τέχνης με τη Νίκη Λοϊζίδη. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ). Από το 1999 διδάσκει στο Εργαστήριο Ζωγραφικής του Δήμου Ζωγράφου στην Αθήνα. Το 2007 στράφηκε κυρίως στη μη παραστατική ζωγραφική, παραμένοντας ωστόσο ενεργός και στην παραστατική. Τον Ιανουάριο του 2020 παρουσιάστηκε το σύνολο της μέχρι τότε δουλειάς του σε εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ, από τον ιστορικό και αρχιτέκτονα Κώστα Καζαμιάκη, με τη συμμετοχή του ποιητή Γιώργου Γώτη και του φωτογράφου Χάρη Κακαρούχα. Κατά το διάστημα 1979–1982 φοίτησε στην ΑΣΕΤΕΜ-ΣΕΛΕΤΕ, παρακολουθώντας μαθήματα Παιδαγωγικής. Έχει συνεργαστεί με ζωγράφους και αγιογράφους στην τοιχογράφηση εκκλησιών, με τους Κώστα Γεωργακόπουλο (1984), Χρυσόγονο Καραχάλιο και Ιωάννη Χριστόπουλο (1992–1994), και το ζωγράφο Κώστα Παπατριανταφυλλόπουλο (2003–2004). Η ιδιαίτερη ενασχόλησή του με την απωανατολική τέχνη τον οδήγησε στη μελέτη της ιαπωνικής γλώσσας, στην οποία απέκτησε πτυχίο το 1995. Από το 2004 ερευνά το θέμα του επιχρωματισμού των αρχαίων αγαλμάτων. Έχει δείξει τη δουλειά του σε τρεις ατομικές και σε επιλεγμένες ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το Βέλγιο, από το 1990 μέχρι σήμερα. Έργα του ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές. Παράλληλα με τις εικαστικές τέχνες, ασχολείται με την ποίηση από τη δεκαετία του 1980, με αρκετές δημοσιεύσεις σε εγνωσμένου κύρους λογοτεχνικά περιοδικά.
Μέχρι το 2007 πίστευα ότι η (παραστατική) ζωγραφική δικαιώνεται τελικά από το αποτέλεσμα ‒ πως εκείνο μόνο έχει αξία. Το αποτέλεσμα ‒ που διαρκεί λίγες στιγμές η οριστικοποίησή του ‒ μού έδινε κάποια αόριστη ικανοποίηση, καθόλου όμως η διαδικασία με την οποία έφτανα έως εκεί. «Αόριστη ικανοποίηση», επειδή συνδεόμουν αβέβαια, και λίγο, με ό,τι ζωγράφιζα. Δεν πήγαζε κάποιο συναίσθημα από μέσα μου, δούλευα μόνο με τη γνώση.
Σε αυτή την κατάσταση βρισκόμουν αμήχανος και όχι ευχαριστημένος. Τότε οδηγήθηκα στο να αγνοήσω πλήρως τα ζωγραφικά ιδεώδη που είχα, με τη συμμετοχή μου (2007 και 2008) σε ένα σεμινάριο που συνέβη να κάνει τότε ο φωτογράφος Χάρης Κακαρούχας. Η βασική ιδέα ήταν να δουλεύω με όλη μου την ύπαρξη παρούσα, όχι αποκλειστικά με το μυαλό μου. Και για να συμβεί αυτό, χρειαζόταν πρώτα να σχετιστώ με «όλη την ύπαρξή μου»…
Περιορίστηκα σε τελείως στοιχειώδη μέσα, χαρτί και ένα ή δύο χρώματα. Δεν προκαθόριζα κανένα αποτέλεσμα την ώρα της ζωγραφικής, δεν έκρινα, δεν σκεφτόμουν τίποτα. Πλησίαζα στο άγνωστο ή μη αναγνωρίσιμο θέμα μου, έχοντας αμείωτη την ένταση με την οποία αναπτυσσόταν η ζωγραφική πράξη ‒ από την αρχή μέχρι την ολοκλήρωση. Κάποιο συναίσθημα τα τροφοδοτούσε όλα αυτά, ψυχικό άλγος και συχνότατα μια αβυσσαλέα οργή.
Ζωγραφίζοντας έτσι, βρισκόμουν σε έναν σκληρό τόπο στον οποίον όμως μπορούσα να υπάρχω σχεδόν ακέραιος. Η ζωγραφική δεν γινόταν βάσανο. Τέσσερα χρόνια αργότερα είχε ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς, και μπορούσα να έχω εποπτεία. Κατέστρεψα περίπου το ένα τέταρτο της παραγωγής, το οποίο δεν είχε λόγο να διατηρείται. Ανάμεσα σε αυτά που δεν έκανα δεκτά, υπήρχαν και έργα που αισθητικώς είχαν αρτιότητα – αλλά μόνον αισθητικώς. Η αισθητική δεν πρέπει να αποτελεί το ανώτατο κριτήριο.
Μια δεκαετία σχεδόν αργότερα, λίγο μετά το 2016 δηλαδή, όταν συνέχισα να δουλεύω με αυτόν τον ενστικτώδη, συνειδητό και χειρονομιακό τρόπο, η ένταση που προέκυπτε από μέσα μου γινόταν τόσο μεγάλη ώστε σχεδόν δεν την άντεχα, και δεν ήξερα πώς να τη χρησιμοποιήσω. Ήταν σαν να υπήρχε καύσιμη ύλη, αλλά όχι σκοπός. Έβλεπα ακόμη ότι αναπαρήγαγα την τεχνοτροπία μου, δηλαδή το μέσον. Αυτό σήμερα το λέμε μανιερισμό, και είναι μόνο αισθητική. Καταλαβαίνοντάς το, αποφάσισα ότι έπρεπε να διακόψω, γνωρίζοντας όμως ότι υπάρχει εκεί ένας τόπος όπου βάδισα.
Από την άλλη πλευρά, δεν εγκατέλειψα τις σπουδές, την παραστατικότητα ‒ θα ήταν σαν να εγκαταλείπω (και να απομακρύνομαι από) την τέχνη μου, δηλαδή το θεμέλιο και το κριτήριο. Εδώ θα αναρτηθούν προς το παρόν μόνο αυτά τα έργα, δηλαδή όχι τα παραστατικά.
Είδος: Ζωγραφική
Μέσο: Μελάνια, Λαδοπαστέλ, Τέμπερες, Μολύβια, Κάρβουνο σε χαρτί, Ακρυλικά & ελαιογραφίες σε καμβά.
Ύφος: Χειρονομιακή αφαίρεση, Αφηρημένος και Παραστατικός Εξπρεσσιονισμός, Σχέδιο Γραμμής (line drawing), Μινιμαλισμός.
Θέματα: Εννοιολογικά
Εργαστήριο: Αθήνα, Ελλάδα
Ενώσεις: ΕΕΤΕ
Φάσμα Τιμών: €500 – 2500
Διεθνής Κλίμακα:
EMERGING | HIGH-POTENTIAL | MID-CAREER | ESTABLISHED
ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ
Γκαλερί της Έρσης, Αθήνα 1999
Δημόσια Βιβλιοθήκη Χαλκίδας, Χαλκίδα 1996
Γκαλερί Χρυσοθέμις, Χαλάνδρι, Αθήνα 1996
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
(επιλογή)
Gallerie Fontaine L’Eveque, Fontaine L’Eveque, Βέλγιο 2002
ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ
(επιλογή)
«Ανθρώπων άστεα», επιμέλεια Αθηνά Σχινά, Ίδρυμα Π. & Μ. Κυδωνιέως, Άνδρος 2023
«Νεώτερη ελληνική ζωγραφική», Port Art Gallery, Πάτρα 2008
Αίθουσα Τέχνης Τρίγωνο, Κηφισιά 2002
Rarity Gallery, Μύκονος 2002
Γκαλερί Άτριον, Θεσσαλονίκη 2002, 1999, 1996
«Ο ίππος», Γκαλερί της Έρσης, Αθήνα 1998-99
«Αγιοζωγραφιές», Γκαλερί της Έρσης, Αθήνα 1998
«Διαδρομή ‘97», Γκαλερί της Έρσης, Αθήνα 1997
«Μνήμη Φώτη Κόντογλου», Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 1996
Αίθουσα Τέχνης Υάκινθος, Κηφισιά 1996
«Γιορτές λόγου & τέχνης», Πνευματικό Κέντρο Δήμου Λευκάδας, Λευκάδα 1994
«14 σπουδαστές από το εργαστήριο του Μάκη Θεοφυλακτόπουλου στη Σχολή Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης», Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, Αθήνα 1993
«Για τα παιδιά της Γιουγκοσλαβίας», κτίριο Κωστή Παλαμά, Αθήνα 1990-91
ΕΞΩΦΥΛΛΑ & ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
(επιλογή)
Περιοδικό ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, τεύχος 17, Μάρτιος – εικονογράφηση, 2023
Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Το χρυσό κουτί, μετάφραση Παναγιώτης Υφαντής, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα – σχέδιο πριν τον τίτλο, 2021 & 1999
Στυλιανού Γ. Βίου, Το πετειναράκι & άλλα χιώτικα παραμύθια, επιμέλεια Αγνή Στρουμπούλη, Χίος – εικονογράφηση, 2003
Περιοδικό «Διαβάζω», δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου, αρ. 310, 28.4.93, Αθήνα – εξώφυλλο, 1993
ΚΡΙΤΙΚΕΣ – ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ
Ο Ανδρέας Σινόπουλος αναπτύσσει από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα ένα προσωπικό εικαστικό ιδίωμα, το οποίο βασίζεται στη συστηματική χρήση της χειρονομιακής γραφής κυρίως με μελάνι σε χαρτί, αν και, ανάλογα με τη σειρά, κατά καιρούς εμφιλοχωρούν στο έργο του και άλλα υλικά, όπως παστέλ, ξυλομπογιές, τέμπερες και κάρβουνο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα θεωρώ τη σειρά έργων του “Μπλέ και κόκκινο”, που ανέπτυξε ο ζωγράφος μετά το 2007. Τα έργα του αυτής της περιόδου συγκροτούν μια αυτόνομη ενότητα, στην οποία η ζωγραφική πράξη απογυμνώνεται από αναγνωρίσιμη παραστατικότητα και εξελίσσεται σε μία εντατική, σχεδόν τελετουργική διαδικασία επινόησης και συγκρότησης μορφοπλαστικών πεδίων. Πρόκειται για μια ζωγραφική του ρυθμού, της επανάληψης και της επιμονής, όπου η γραμμή δεν είναι περιγράμματα ή σύμβολα, αλλά ενέργεια, παλμός και απόηχος εσωτερικών κινήσεων.
Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από συνεχείς, διαστρωματωμένες επαναλήψεις της γραφής, που ενίοτε πυκνώνουν ως συμπαγή πεδία χρώματος, άλλοτε αραιώνουν σε σημεία ώστε να αποκαλύπτεται η λευκότητα του χαρτιού. Η απόχρωση του μελανιού, κυρίως κόκκινη ή μπλε, αποκτά συστατικό ρόλο στη συνολική δομή, ενώ λειτουργεί και ως φορέας συναισθηματικών και ψυχικών εντάσεων. Η διαδικασία μοιάζει να στηρίζεται στην επαναληπτική ιχνηλάτηση της ίδιας χειρονομίας, που δημιουργεί μορφές μέσα από τη συσσώρευση και τη μετατόπιση. Το έργο γεννιέται όχι από τη σύλληψη ενός εξωτερικού μοτίβου, αλλά από την αναδίφηση μιας εσωτερικής ροής.
Η εργασία του Σινόπουλου μπορεί να ενταχθεί στην ευρύτερη κατεύθυνση της ανεικονικής ή αφαιρετικής τέχνης, χωρίς να ανήκει σε κάποιο κλειστό ύφος ή σχολή. Η μορφοπλαστική του προσέγγιση τον συνδέει με τάσεις όπως η χειρονομιακή αφαίρεση, ενώ η επιμονή του στη γραμμική χειρονομία, στη δομική σημασία της επανάληψης και στη βιωματική ένταση της χρωματικής πράξης, συνδέει τη δουλειά του με καλλιτέχνες όπως ο Hans Hartung, ο Henri Michaux, ή ακόμη και ο Mark Tobey, χωρίς να πρόκειται για επιρροή· πρόκειται μάλλον για μία εγγενή συγγένεια προς την κατεύθυνση όπου η γραφή μετατρέπεται σε φορέα ψυχικής ενέργειας. Η επιμονή στη γραφή ως μορφή και περιεχόμενο, και η απουσία συμβατικής εικονογραφίας, δεν παραπέμπουν σε αφαίρεση ως μορφολογικό ύφος, αλλά μάλλον σε μια ενδοστρεφή διαδικασία καταγραφής, αντίστοιχη με την art informel και την tachisme της μεταπολεμικής Γαλλίας. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη χειρονομία ως καθαρή ελευθερία, όπως απαντάται στον αμερικανικό αφηρημένο εξπρεσσιονισμό, η δουλειά του Σινόπουλου είναι περισσότερο πειθαρχημένη, επίκεντρα ισορροπημένη και ταυτόχρονα εμμονική στη γραμμή – συγκροτώντας ένα είδος γραφής-ζωγραφικής, με εννοιολογικά χαρακτηριστικά.
Η σχέση του με το χαρτί είναι ουσιαστική: δεν πρόκειται για απλό υπόστρωμα, αλλά για ενεργό πεδίο διαλόγου. Το έργο εξελίσσεται μέσα από μία αίσθηση χρονικότητας, καθώς ο θεατής μπορεί να αναγνώσει τον χρόνο της χειρονομίας και τον ρυθμό της δημιουργίας του. Η σταδιακή πύκνωση των γραμμών και η μετάβασή τους από την επιφάνεια στο βάθος διαμορφώνουν έναν χωροχρονικό ιστό που παραπέμπει σε εσωτερικά τοπία, ψυχικές γεωγραφίες και μη φανερούς, προσωπικούς κόσμους. Η ζωγραφική του Σινόπουλου δεν επιδιώκει την αναπαράσταση, αλλά επιτυγχάνει την ενεργοποίηση του βλέμματος και τη σιωπηλή συμμετοχή του θεατή στη διαδικασία της δημιουργίας. Είναι μια τέχνη ενσώματη και ταυτόχρονα πνευματική, που συγκροτείται ανάμεσα στην ύλη του μελανιού και στη διαφάνεια του κενού. Μέσα από μια συνεκτική και αφοσιωμένη πορεία, έχει διαμορφώσει έναν ιδιότυπο τόπο όπου η γραφή συναντά τη σιωπή και η εικόνα γεννιέται μέσα από την απουσία του προκαθορισμένου.
Τα έργα αυτά, ενταγμένα σε ένα πλαίσιο αυτογνωσίας και μυστικής αφαίρεσης, καθιστούν τον Σινόπουλο έναν ιδιαίτερα σημαντικό κρίκο ανάμεσα στις μεταμοντέρνες ευρωπαϊκές ανησυχίες και την εσωστρεφή, ποιητική έκφραση της ελληνικής καλλιτεχνικής εμπειρίας. Ο Σινόπουλος εκπροσωπεί μια γενιά που δεν εγκατέλειψε την αναζήτηση της ουσίας της φόρμας, ούτε ενέδωσε στη ρητορική του θεάματος. Αντιθέτως, μέσα από το επίμονο έργο με το μελάνι σε χαρτί, παγιώνει μια μοναχική αλλά συνεπή εικαστική πορεία, που εγγράφεται στην ευρύτερη συζήτηση για τον ρόλο της χειρονομίας, της γραφής και του ψυχικού τοπίου στη σύγχρονη τέχνη.
Πάρης Καπράλος
Επιμελητής Τέχνης
Αθήνα 2025
Παρουσίαση της ζωγραφικής δουλειάς του Ανδρέα Σινόπουλου, από τον ιστορικό και αρχιτέκτονα Κωστή Καζαμιάκη (Βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ, 22 Ιανουαρίου 2020), με θέμα: “Ο «σκληρός τόπος» της ζωγραφικής και πως τον βιώνει ο καλλιτέχνης”, στον κύκλο συζητήσεων με τίτλο «Περί Ωραίου. Συζητήσεις για την Τέχνη, τη Λογοτεχνία, τη Φιλοσοφία, την Αρχαιογνωσία», και με τη συμμετοχή του ποιητή Γιώργου Γώτη και του φωτογράφου Χάρη Κακαρούχα. Διαβάστηκε το παρακάτω κείμενο:
«Τα έργα μου χωρίζονται σε αυτά που ανήκουν σε μία ζωγραφική που παρουσιάζει κυρίως καταστάσεις συναισθημάτων ή καταστάσεις της ύπαρξης, και σε εκείνα που ανήκουν στην παραστατική ζωγραφική.
Με τον ένα τρόπο, δούλεψα κυρίως από το 2007 μέχρι το 2014. Τότε πήραν μορφή ψυχικές ή συναισθηματικές μου καταστάσεις. Και προέκυψε από την ανάγκη να γίνω πιο ουσιαστικός στην κανονική ζωγραφική. Ξεκίνησε το 2007, με τη συμμετοχή μου (και το 2008) σε ένα σεμινάριο που συνέβη να κάνει τότε ο φωτογράφος Χάρης Κακαρούχας. Τέσσερα χρόνια αργότερα είχε ολοκληρωθεί το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς, και μπορούσα να έχω εποπτεία. Κατέστρεψα περίπου το ένα τέταρτο της παραγωγής, το οποίο δεν είχε λόγο να διατηρείται. Ανάμεσα σε αυτά που δεν έκανα δεκτά, υπήρχαν και έργα που αισθητικώς είχαν αρτιότητα –αλλά μόνον αισθητικώς. Η αισθητική δεν πρέπει να αποτελεί το ανώτατο κριτήριο.
Μια δεκαετία σχεδόν αργότερα, λίγο μετά το 2016 δηλαδή, όταν συνέχισα να δουλεύω με αυτόν τον τρόπο, η ένταση που προέκυπτε από μέσα μου, γινόταν τόσο μεγάλη ώστε σχεδόν δεν την άντεχα, και δεν ήξερα πώς να την χρησιμοποιήσω. Ήταν σαν να υπήρχε καύσιμη ύλη, αλλά όχι σκοπός. Έβλεπα ακόμη ότι αναπαρήγαγα την τεχνοτροπία μου, δηλαδή το μέσον. Αυτό σήμερα το λέμε μανιερισμό, και είναι μόνο αισθητική. Καταλαβαίνοντάς το, αποφάσισα ότι έπρεπε να διακόψω, γνωρίζοντας όμως ότι υπάρχει εκεί ένας τόπος όπου βάδισα.
Στην παραστατική ζωγραφική, θέλω αυτό που κάνω, να σχετίζεται και να ανήκει στην κανονική απλή ζωγραφική, αν και μπορεί να μην είναι εύκολος ο καθορισμός του όρου. Πρόκειται όμως για την αιώνια ζωγραφική παράδοση η οποία δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ακαλλιέργητο, όταν της ζητά τη συνδρομή της.
Την τελευταία δεκαετία ζωγραφίζω μεταξύ άλλων πορτρέτα. Το πρωί κάθε Παρασκευής φτιάχνω ένα πορτρέτο, περίπου στη διάρκεια ενός τριώρου. Κάποτε μπορεί να χρειαστεί και μια δεύτερη φορά, που δεν είναι πάντα για το καλό του έργου και με κάνει διστακτικό. Η ισορροπία της γνώσης και του ενστίκτου δεν είναι δεδομένη. Μερικές φορές αναζητώ κάτι προδιαγεγραμμένο και ξεκούραστο, τη γνώση, για να βασιστώ επάνω της. Είναι η περίπτωση που το ένστικτο σιωπά. Τότε η στεγνή γνώση μού φέρνει κάποια απελπισία, γιατί δεν μπορώ να προχωρήσω στο ζωγράφισμα μόνο μ’ εκείνη, νοιώθω το δρόμο σχεδόν κλειστό.
Με απασχολεί αναγκαστικά η ωραιότητα που το ίδιο το μοντέλο επιθυμεί για τον εαυτό του, αλλά ταυτόχρονα, προσπαθώ να μην επιβάλλεται πάνω μου η προσδοκία εκείνου. Γιατί τότε γίνεται σκοπός η ωραιολογία, και όχι η αλήθεια της μορφής, που προσφέρεται στο να την αντιληφθώ και σε κάποιο βαθμό να την αποδώσω. Η μικρή έστω αλήθεια μπορεί να πείθει και να τρέφει, η ωραιολογία όμως, όχι.
Αναφέρεται η ρήση του Πικάσο: “Όλοι θέλουν να καταλάβουν τη ζωγραφική. [… ] Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβουν τη ζωγραφική;”
Θα σχολίαζα ότι «καταλαβαίνω τη ζωγραφική», σημαίνει ότι στο έργο που βλέπω, αναγνωρίζω και ταυτόχρονα αισθάνομαι διαθέσιμο κάποιο αξιοσημείωτο νόημα –συνήθως όχι λεκτικό. Είναι θεμιτό να αναζητώ νόημα. Θα ήταν προς αισχύνη ενός καλλιτέχνη ως τεχνίτη, να εργάζεται σε έργα χωρίς νόημα. Το νόημα δεν είναι κάτι διανοητικό, αλλά είναι μαζί ψυχική και διανοητική αξία. Πρέπει λοιπόν, οπωσδήποτε να καταλαβαίνουμε τη ζωγραφική, να επικοινωνούμε (πρώτα οι ζωγράφοι και ύστερα ο θεατής) μέσω αυτής με τον κόσμο. Το αν η καλλιέργεια του τεχνίτη με την καλλιέργεια του αποδέκτη συναντώνται, είναι ένα άλλο θέμα».
Συνέντευξη του Ανδρέα Σινόπουλου στον Νίκο Δημητρίου, στο σταθμό Polis View Web Radio και στην εκπομπή PolisArtView (Ζωγράφου 1.4.2022). Συζήτηση για την ιστορία της νεοελληνικής ζωγραφικής και της αγιογραφίας, τον Φ. Κόντογλου και τους σύγχρονους αγιογράφους, για το ταλέντο και τη μαθητεία, καθώς και τα μαθήματα που γίνονται στο Εργαστήριο Ζωγραφικής του Δήμου Ζωγράφου.
Η ARTgrID είναι μία πλατφόρμα επαγγελματικών υπηρεσιών για τον κλάδο των εικαστικών τεχνών που ασχολείται συστηματικά με τη προβολή και προώθηση ποιοτικής σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης σε όλο τον κόσμο. Θεωρώντας τη Τέχνη καθολικό αγαθό, και το διαδίκτυο πολύτιμο πεδίο για τη διαφάνεια, τις ίσες ευκαιρίες και τη πρόσβαση στα αγαθά του Πολιτισμού, η πλατφόρμα παρέχει στους καλλιτέχνες νέους τρόπους προβολής, στους επαγγελματίες (Μουσεία, Χώρους Τέχνης, Επιμελητές /Διοργανωτές εκθέσεων, συμποσίων και φεστιβάλ εικαστικών) μετατροπή και φιλοξενία των εκθέσεων & εκδηλώσεων τους σε διαδικτυακές, και σε συλλογικότητες, ενώσεις, και καλλιτεχνικές ομάδες υπηρεσίες οργάνωσης προβολής και πωλήσεων, τόσο με τη διοργάνωση φυσικών εκθέσεων, όσο και μέσω ψηφιακών δράσεων.
Η εταιρεία διαθέτει δίκτυο συνεργατών υψηλής εξειδίκευσης σε καλλιτεχνικά, νομικά, επενδυτικά θέματα και σε ζητήματα εξειδικευμένης προβολής & επικοινωνίας στα εικαστικά πράγματα, γεγονός που της επιτρέπει να συστήνει στους φιλότεχνους νέους καλλιτεχνικούς ορίζοντες. Επιπλέον αναπτύσσει μέσω εξειδικευμένων συνεργατών περιεχόμενο και συμβουλευτικές υπηρεσίες προς αρχιτέκτονες, διακοσμητές και επαγγελματίες των κλάδων φιλοξενίας, εστίασης, και διοργανωτές εκδηλώσεων υψηλής αισθητικής.
Η ARTgrID είναι μία εταιρεία που ασχολείται συστηματικά με τη προβολή και προώθηση ποιοτικής τέχνης εικαστικών καλλιτεχνών από την Ελλάδα και τη Κύπρο σε όλο τον κόσμο. Όραμα μας είναι η ανάδειξη της νέας ελληνικής εικαστικής ταυτότητας στην Ελλάδα και τον κόσμο, και η διευκόλυνση συνεργιών με στόχο την ανάπτυξη της αγοράς. Πεπεισμένοι αφενός ότι η Τέχνη είναι βασικό και καθολικό αγαθό, και, αφετέρου ότι το διαδίκτυο αποτελεί πολύτιμο πεδίο για τη διαφάνεια, τις ίσες ευκαιρίες και τη πρόσβαση όλων, παρέχουμε στους καλλιτέχνες νέους τρόπους προβολής, στους επαγγελματίες (Μουσεία, Χώρους Τέχνης, Επιμελητές /Διοργανωτές εκθέσεων, συμποσίων και φεστιβάλ εικαστικών) μετατροπή και φιλοξενία των εκθέσεων και εκδηλώσεων τους σε ψηφιακές, και σε συλλογικότητες, ενώσεις, και καλλιτεχνικές ομάδες υπηρεσίες διοργάνωσης προβολής και πωλήσεων, τόσο με τη διοργάνωση φυσικών εκθέσεων σε όλη την Ελλάδα, όσο και μέσω ψηφιακών δράσεων. Την ομάδα μας αποτελούν συνεργάτες υψηλής εξειδίκευσης σε θέματα καλλιτεχνικά, νομικά, επενδυτικά, εξειδικευμένης προβολής & επικοινωνίας, διοργάνωσεων σχετικά με τις εικαστικές τέχνες, και εργάζεται σκληρά προκειμένου να προσφέρει σε καθέναν που θα εμπιστευτεί τις υπηρεσίες της ένα αποτέλεσμα που διακρίνεται για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Μέσω της ιστοσελίδας μας προσδοκούμε να επιτρέψουμε στους λάτρεις της τέχνης και στους συλλέκτες να εξερευνήσουν νέους καλλιτεχνικούς ορίζοντες, και να έρθουν σε επαφή με την αξιόλογη νέα ελληνική ταυτότητα της Τέχνης. Παράλληλα, μέσω ομάδας εξειδικευμένων συνεργατών παρέχουμε περιεχόμενο και συμβουλευτικές υπηρεσίες Τέχνης προς αρχιτέκτονες, διακοσμητές και επαγγελματίες των κλάδων φιλοξενίας, εστίασης, και διοργάνωσης εκδηλώσεων υψηλής αισθητικής.
© artgrid 2021